καδής ή κατής

καδής ή κατής
Iεροδικαστής, την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος δίκαζε βάσει του ιερού μουσουλμανικού δικαίου κυρίως κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις. Κατά τον Μεσαίωνα εκτελούσε χρέη συμβολαιογράφου, κηδεμόνευε τα ορφανά ή διόριζε κηδεμόνες και επιστατούσε στην εφαρμογή των καταδικαστικών αποφάσεων στις πολιτικές ποινικές υποθέσεις. Κατά τον 19o αι., με την ανάπτυξη του πολιτικού δικαστηρίου, τα καθήκοντά του περιορίστηκαν βαθμιαία στη διευθέτηση θρησκευτικών ή οικογενειακών ζητημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάδης — κάδης, ο και κατής, ο (λ. τουρκ.), Τούρκος δικαστής: Οι Έλληνες στην τουρκοκρατία σχεδόν ποτέ δεν έβρισκαν το δίκιο τους από τον κάδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατής — Βλ. λ. καδής. * * * και καδής, ο (Μ κατής) Τούρκος δικαστής που δίκαζε επί τη βάσει θρησκευτικού δικαίου, ιεροδικαστής νεοελλ. ειρηνοδίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadi] …   Dictionary of Greek

  • κάτης — Βλ. λ. καδής. * * * ο (Μ κάτης) γάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το ουσ. κάτα* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • καδής — ο βλ. κατής …   Dictionary of Greek

  • κατής — ο (λ. τουρκ.), καδής, ιεροδικαστής: Οι Έλληνες φοβόντουσαν τον κατή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”